δίαρμα

δίαρμα
το мор. скорость

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Смотреть что такое "δίαρμα" в других словарях:

  • δίαρμα — passage by sea neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δίαρμα — το (Α δίαρμα) νεοελλ. η απόσταση που ένα πλοίο διανύει σε ορισμένον χρόνο εκφραζόμενο σε ναυτικά μίλια αρχ. 1. θαλάσσιο ταξίδι 2. πέρασμα από πορθμό 3. (για λόγο) έμφαση, ύψος 4. έξαρση ψυχική …   Dictionary of Greek

  • διάρματα — δίαρμα passage by sea neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • διάρματι — δίαρμα passage by sea neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • διάρματος — δίαρμα passage by sea neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κούρσα — η (Μ κούρσα) νεοελλ. 1. αγώνας ιπποδρομίας και ειδ. στον πληθ. οι οργανωμένες με λαχεία και στοιχήματα ιπποδρομίες 2. (αθλ.) αγώνας δρόμου, δρόμος («αρχίζει η κούρσα τών 1.500 μέτρων ανδρών») 3. διαδρομή με άμαξα ή με αυτοκίνητο 4. η απόσταση που …   Dictionary of Greek

  • ψηλώνω — Ν [ψηλός] 1. (μτβ.) δίνω ύψος σε κάτι, τό καθιστώ ψηλότερο («ψηλώνω τον τοίχο») 2. (αμτβ.) παίρνω ύψος, γίνομαι ψηλότερος («ψήλωσε το παιδί») 3. ναυτ. κερδίζω σε δίαρμα ενάντια στον άνεμο …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»